τζάμι

τζάμι
το
-ιού (λ. τουρκ.), γυαλί, υαλοπίνακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τζάμι — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… …   Dictionary of Greek

  • τζαμί — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… …   Dictionary of Greek

  • τζαμί — το ιού (λ. τουρκ.), μουσουλμανικός ναός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άζχαρ τζαμί — Τζαμί στο Κάιρο, σημαντικότατο κέντρο της μουσουλμανικής παιδείας. Ιδρύθηκε τον 10ο αι. και στεγάζει βιβλιοθήκη και θεολογική σχολή. Από το Ά.τ. αποφοίτησαν πολλοί Αιγύπτιοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής… …   Dictionary of Greek

  • Καχριέ τζαμί — Βυζαντινό μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, η γνωστή Μονή της Χώρας, που μετατράπηκε σε τζαμί το 1511 (η ονομασία του σημαίνει στα ελληνικά τζαμί της νίκης). Η μονή αρχικά ήταν χτισμένη έξω από τα τείχη της πόλης, όταν όμως αυτά διευρύνθηκαν από… …   Dictionary of Greek

  • Μπλε Τζαμί — Βλ. λ. Αχμεδιέ …   Dictionary of Greek

  • Ταλχατάν - Μπαμπά — Τζαμί μαυσωλείο στη Στάρι Μερβ της Τουρκμενίας. Είναι σπουδαίο μνημείο αρχιτεκτονικής της Μέσης Ασίας του τέλους του 11ου αι. Πρόκεται για θολωτό κτίριο, με κεντητό χτίσιμο από τούβλο. Διακρίνεται για τη λεπτή αρμονικότητα της διακόσμησης και των …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”